- παράπηχυ
- παράπηχυ, τό,A a woman's garment, with a purple border on each side, Machoap.Ath. 13.582d, cf. Poll.4.118, 7.53, Hsch. s.v. καταγωγίς : pl.
παραπήχη PSI4.341.7
(iii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παραπήχη PSI4.341.7
(iii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ОДЕЖДА — • Vestis, I. Греческая одежда. Греч. О. была двух родов: ε̉νδύματα (нижняя О., вроде рубахи) и ε̉πιβλήματα или περιβλήματα (верхняя О., накидки). К ε̉νδύματα принадлежит χιτών хитон, дорический из шерсти, без рукавов,… … Реальный словарь классических древностей
παράπηχυς — ήχεως, υ, Α 1. αυτός που βρίσκεται παρά τον πήχυ 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ παράπηχυ είδος γυναικείου ενδύματος με πορφυρή παρυφή και από τις δύο πλευρές. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + πῆχυς] … Dictionary of Greek